ἐπίρρημα — that which is neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
ἐπιρρημάτων — ἐπίρρημα that which is neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήμασι — ἐπίρρημα that which is neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήμασιν — ἐπίρρημα that which is neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματι — ἐπίρρημα that which is neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματος — ἐπίρρημα that which is neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… … Dictionary of Greek